- τριαινώ
- -όω, Α [τρίαινα]1. σείω χτυπώντας με την τρίαινα2. (γενικά) κινώ, σείω («θάκους... μοχλοῑς τριαίνου», Ευρ.)3. φρ. «τριαινῶ τὴν γῆν δικέλλῃ» — σκαλίζω τη γη με τη δικέλλα (Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριαινῶ — τριαινόω heave with the trident pres subj act 1st sg τριαινόω heave with the trident pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντριαινώ — όω, Α 1. αναταράσσω με την τρίαινα 2. μτφ. καταστρέφω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τριαινῶ «αναταράσσω, κλονίζω» (< τρίαινα] … Dictionary of Greek
τριαινωτήρ — και τριαινατήρ, ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σκαλίζει τη γη, ο γεωργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριαινῶ /τρίαινα + επίθημα –τήρ (πρβλ. στιλβω τήρ)] … Dictionary of Greek